περικομμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περικομμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περικόπτω
Μετοχή επεξεργασία
περικομμένος, -η, -ο
- που έχει περικοπεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περικομμένος
|