↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περικομμένος η περικομμένη το περικομμένο
      γενική του περικομμένου της περικομμένης του περικομμένου
    αιτιατική τον περικομμένο την περικομμένη το περικομμένο
     κλητική περικομμένε περικομμένη περικομμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περικομμένοι οι περικομμένες τα περικομμένα
      γενική των περικομμένων των περικομμένων των περικομμένων
    αιτιατική τους περικομμένους τις περικομμένες τα περικομμένα
     κλητική περικομμένοι περικομμένες περικομμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περικομμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περικόπτω

περικομμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία