Ετυμολογία

επεξεργασία

περικόπτω, αόρ.: περιέκοψα, παθ.φωνή: περικόπτομαι, π.αόρ.: περικόπηκα, μτχ.π.π.: περικομμένος/περικεκομμένος

  1. αφαιρώ, περιορίζω
  2. ελαττώνω, μειώνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα