περικόπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περικόπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περικόπτω < περι- + κόπτω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈko.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐κό‐πτω
Ρήμα
επεξεργασίαπερικόπτω, αόρ.: περιέκοψα, παθ.φωνή: περικόπτομαι, π.αόρ.: περικόπηκα, μτχ.π.π.: περικομμένος/περικεκομμένος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις περί και κόβω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περικόπτω | περιέκοπτα | θα περικόπτω | να περικόπτω | περικόπτοντας | |
β' ενικ. | περικόπτεις | περιέκοπτες | θα περικόπτεις | να περικόπτεις | περίκοπτε | |
γ' ενικ. | περικόπτει | περιέκοπτε | θα περικόπτει | να περικόπτει | ||
α' πληθ. | περικόπτουμε | περικόπταμε | θα περικόπτουμε | να περικόπτουμε | ||
β' πληθ. | περικόπτετε | περικόπτατε | θα περικόπτετε | να περικόπτετε | περικόπτετε | |
γ' πληθ. | περικόπτουν(ε) | περιέκοπταν περικόπταν(ε) |
θα περικόπτουν(ε) | να περικόπτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιέκοψα | θα περικόψω | να περικόψω | περικόψει | ||
β' ενικ. | περιέκοψες | θα περικόψεις | να περικόψεις | περίκοψε | ||
γ' ενικ. | περιέκοψε | θα περικόψει | να περικόψει | |||
α' πληθ. | περικόψαμε | θα περικόψουμε | να περικόψουμε | |||
β' πληθ. | περικόψατε | θα περικόψετε | να περικόψετε | περικόψτε | ||
γ' πληθ. | περιέκοψαν περικόψαν(ε) |
θα περικόψουν(ε) | να περικόψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περικόψει | είχα περικόψει | θα έχω περικόψει | να έχω περικόψει | ||
β' ενικ. | έχεις περικόψει | είχες περικόψει | θα έχεις περικόψει | να έχεις περικόψει | έχε περικομμένο | |
γ' ενικ. | έχει περικόψει | είχε περικόψει | θα έχει περικόψει | να έχει περικόψει | ||
α' πληθ. | έχουμε περικόψει | είχαμε περικόψει | θα έχουμε περικόψει | να έχουμε περικόψει | ||
β' πληθ. | έχετε περικόψει | είχατε περικόψει | θα έχετε περικόψει | να έχετε περικόψει | έχετε περικομμένο | |
γ' πληθ. | έχουν περικόψει | είχαν περικόψει | θα έχουν περικόψει | να έχουν περικόψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) περικομμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) περικομμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) περικομμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) περικομμένο |
- Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- περικόπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περικόπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.