Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περικόβω < (ελληνιστική κοινήπερικόπτω < αρχαία ελληνική κόπτω

  Ρήμα επεξεργασία

περικόβω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία