περικόπτομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈko.pto.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐κό‐πτο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαπερικόπτομαι, π.αόρ.: περικόπηκα, μτχ.π.π.: περικομμένος/περικεκομμένος, (ενεργ.: περικόπτω)
- παθητική φωνή του ρήματος περικόπτω → δείτε και την κλίση
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπερικόπτομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος περικόπτω