συγκεκομμένος όρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκεκομμένος όρος < απόδοση για την αγγλική clipping [1] → δείτε τη λέξη συγκεκομμένος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συγκόπτω & όρος
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
συγκεκομμένος όρος αρσενικό
- (γλωσσολογία) η περικοπή → δείτε τη λέξη clipping
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μετάφραση του όρου από τον ΕΛΕΤΟ - LingTermbase