Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιποθυμία οι λιποθυμίες
      γενική της λιποθυμίας των λιποθυμιών
    αιτιατική τη λιποθυμία τις λιποθυμίες
     κλητική λιποθυμία λιποθυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιποθυμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιποθυμία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.po.θiˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐πο‐θυ‐μί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιποθυμία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία