éblouissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- éblouissement < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.blu.is.mɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
éblouissement | éblouissements |
éblouissement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
éblouissement | éblouissements |
éblouissement (fr) αρσενικό