θάμπωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θάμπωμα < μεσαιωνική ελληνική θάμπωμα < θαμπώνω + -μα < αρχαία ελληνική θαμβέω / θαμβῶ < θάμβος < τέθηπα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈθam.bo.ma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
θάμπωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του θαμπώνω