θαμπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θαμπώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θαμπώνω < ελληνιστική κοινή θαμβόω θαμβόομαι < αρχαία ελληνική θαμβέω / θαμβῶ < θάμβος < τέθηπα
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαθαμπώνω (παθητική φωνή: θαμπώνομαι)
- (μεταβατικό) κάνω κάτι θαμπό (κυρίως για επιφάνειες διαφανείς ή ανακλαστικές)
- (αμετάβατο) γίνομαι θαμπός (κυρίως για επιφάνειες διαφανείς ή ανακλαστικές)
- βάλε το καλοριφέρ γιατί θάμπωσε το παρμπρίζ
- η έκθεση στον ήλιο θαμπώνει το βερνίκι των επίπλων
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να μην μπορεί να δει καλά με τη λάμψη μου
- με θάμπωσε ο προβολέας του άλλου αυτοκινήτου απέναντί μου
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) εντυπωσιάζω κάποιον με τη λάμψη μου, την ομορφιά ή τις ικανότητές μου
- θαμπώθηκα από την ομορφιά της
- ≈ συνώνυμα: είμαι εκτυφλωτικός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θαμπός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θαμπώνω | θάμπωνα | θα θαμπώνω | να θαμπώνω | θαμπώνοντας | |
β' ενικ. | θαμπώνεις | θάμπωνες | θα θαμπώνεις | να θαμπώνεις | θάμπωνε | |
γ' ενικ. | θαμπώνει | θάμπωνε | θα θαμπώνει | να θαμπώνει | ||
α' πληθ. | θαμπώνουμε | θαμπώναμε | θα θαμπώνουμε | να θαμπώνουμε | ||
β' πληθ. | θαμπώνετε | θαμπώνατε | θα θαμπώνετε | να θαμπώνετε | θαμπώνετε | |
γ' πληθ. | θαμπώνουν(ε) | θάμπωναν θαμπώναν(ε) |
θα θαμπώνουν(ε) | να θαμπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θάμπωσα | θα θαμπώσω | να θαμπώσω | θαμπώσει | ||
β' ενικ. | θάμπωσες | θα θαμπώσεις | να θαμπώσεις | θάμπωσε | ||
γ' ενικ. | θάμπωσε | θα θαμπώσει | να θαμπώσει | |||
α' πληθ. | θαμπώσαμε | θα θαμπώσουμε | να θαμπώσουμε | |||
β' πληθ. | θαμπώσατε | θα θαμπώσετε | να θαμπώσετε | θαμπώστε | ||
γ' πληθ. | θάμπωσαν θαμπώσαν(ε) |
θα θαμπώσουν(ε) | να θαμπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θαμπώσει | είχα θαμπώσει | θα έχω θαμπώσει | να έχω θαμπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις θαμπώσει | είχες θαμπώσει | θα έχεις θαμπώσει | να έχεις θαμπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει θαμπώσει | είχε θαμπώσει | θα έχει θαμπώσει | να έχει θαμπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θαμπώσει | είχαμε θαμπώσει | θα έχουμε θαμπώσει | να έχουμε θαμπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε θαμπώσει | είχατε θαμπώσει | θα έχετε θαμπώσει | να έχετε θαμπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θαμπώσει | είχαν θαμπώσει | θα έχουν θαμπώσει | να έχουν θαμπώσει |
|