Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θαμβέω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Άλλες μορφές
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
θαμβέω
<
θάμβος
Ρήμα
επεξεργασία
θαμβέω
-
θαμβῶ
θαυμάζω
, μένω έκπληκτος.,
έκθαμβος
οἱ δὲ ἰδόντες
θάμβησαν
εκπλήσσω
(έννοια της μεταγενέστερης ελληνικής)
Άλλες μορφές
επεξεργασία
θαμβαίνω
(που θεωρείται μορφή του
θαυμαίνω
και του
θαυμάζω
)
θαμβόω
-
θαμβῶ
και
θαμβόομαι
-
θαμβοῦμαι
(μεταγενέστερο)
θαμβεύω