Ετυμολογία

επεξεργασία
θαμβέω < θάμβος

θαμβέω-θαμβῶ

οἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν
  • εκπλήσσω (έννοια της μεταγενέστερης ελληνικής)

Άλλες μορφές

επεξεργασία