Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαμβαίνω < θάμβος

  Ρήμα επεξεργασία

θαμβαίνω (και θαμβέω-θαμβῶ)

  1. μένω έκθαμβος, έκπληκτος
  2. (ελληνιστική Κοινή): προκαλώ εντύπωση, αφήνω άλλον κατάπληκτο, έκθαμβο