έκθαμβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έκθαμβος | η | έκθαμβη | το | έκθαμβο |
γενική | του | έκθαμβου | της | έκθαμβης | του | έκθαμβου |
αιτιατική | τον | έκθαμβο | την | έκθαμβη | το | έκθαμβο |
κλητική | έκθαμβε | έκθαμβη | έκθαμβο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έκθαμβοι | οι | έκθαμβες | τα | έκθαμβα |
γενική | των | έκθαμβων | των | έκθαμβων | των | έκθαμβων |
αιτιατική | τους | έκθαμβους | τις | έκθαμβες | τα | έκθαμβα |
κλητική | έκθαμβοι | έκθαμβες | έκθαμβα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έκθαμβος < αρχαία ελληνική ἔκθαμβος (ἐκ + θάμβος)
Επίθετο
επεξεργασίαέκθαμβος
- έκπληκτος, εκστατικός, από θάμβος κατειλημμένος