Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκστατικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκστατικ
ός
η
εκστατικ
ή
το
εκστατικ
ό
γενική
του
εκστατικ
ού
της
εκστατικ
ής
του
εκστατικ
ού
αιτιατική
τον
εκστατικ
ό
την
εκστατικ
ή
το
εκστατικ
ό
κλητική
εκστατικ
έ
εκστατικ
ή
εκστατικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκστατικ
οί
οι
εκστατικ
ές
τα
εκστατικ
ά
γενική
των
εκστατικ
ών
των
εκστατικ
ών
των
εκστατικ
ών
αιτιατική
τους
εκστατικ
ούς
τις
εκστατικ
ές
τα
εκστατικ
ά
κλητική
εκστατικ
οί
εκστατικ
ές
εκστατικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκστατικός
<
αρχαία ελληνική
ἐκστατικός
<
ἐξίστημι
<
ἵστημι
Επίθετο
επεξεργασία
εκστατικός, -ή, -ό
που βρίσκεται σε
έκσταση
Συγγενικά
επεξεργασία
εκστατικά
→
δείτε
τη λέξη
έκσταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκστατικός
αγγλικά
:
ecstatic
(en)
γαλλικά
:
extatique
(fr)