- ἐξίστημι < ἐξ + ἵστημι
ἐξίστημι (παθητική φωνή: ἐξίσταμαι)
- τοποθετώ κάποιον (ή κάτι) έξω από την κανονική του θέση
- τροποποιώ, μεταβάλλω
- αλλοιώνω
- τρελαίνω, διαταράσσω
- παθητική φωνή: ἐξίσταμαι
- στέκω παράμερα
- στέκω μακριά, απομακρύνομαι, αποσύρομαι
- υποχωρώ, αποφεύγω
- παραιτούμαι
- στερούμαι, χάνω
ἐξίστημι
Ενεργητικός Ενεστώτας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἐξίστημι
|
ἐξιστῶ
|
ἐξισταίην
|
-
|
σύ
|
ἐξίστης
|
ἐξιστῇς
|
ἐξισταίης
|
ἐξίστη
|
οὗτος
|
ἐξίστησι
|
ἐξιστῇ
|
ἐξισταίη
|
ἐξιστάτω
|
ἡμεῖς
|
ἐξίσταμεν
|
ἐξιστῶμεν
|
ἐξισταίημεν/ἐξισταῖμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἐξίστατε
|
ἐξιστῆτε
|
ἐξισταίητε/ἐξισταῖτε
|
ἐξίστατε
|
οὗτοι
|
ἐξιστᾶσι(ν)
|
ἐξιστῶσι(ν)
|
ἐξισταίησαν/ἐξισταῖεν
|
ἐξιστάντων / ἐξιστάτωσαν
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
ἐξιστάναι
|
ἐξιστάς (γεν. ἐξιστάντος)
|
ἐξιστᾶσα
|
ἐξιστάν
|
Ενεργητικός Παρατατικός
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἐξίστην
|
-
|
-
|
-
|
σύ
|
ἐξίστης
|
-
|
-
|
-
|
οὖτος
|
ἐξίστη
|
-
|
-
|
-
|
ἡμεῖς
|
ἐξίσταμεν
|
-
|
-
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἐξίστατε
|
-
|
-
|
-
|
οὗτοι
|
ἐξίστασαν
|
-
|
-
|
-
|
Ενεργητικός Μέλλοντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἐκστήσω
|
-
|
ἐκστήσοιμι
|
-
|
σύ
|
ἐκστήσεις
|
-
|
ἐκστήσοις
|
-
|
οὗτος
|
ἐκστήσει
|
-
|
ἐκστήσοι
|
-
|
ἡμεῖς
|
ἐκστήσομεν
|
-
|
ἐκστήσοιμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἐκστήσετε
|
-
|
ἐκστήσοιτε
|
-
|
οὗτοι
|
ἐκστήσουσι(ν)
|
-
|
ἐκστήσοιεν
|
-
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
ἐκστήσειν
|
ἐκστήσων
|
ἐκστήσουσα
|
ἐκστῆσον
|
Ενεργητικός Αόριστος α'
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἐξέστησα
|
ἐκστήσω
|
ἐκστήσαιμι
|
-
|
σύ
|
ἐξέστησας
|
ἐκστήσῃς
|
ἐκστήσαις / ἐκστήσειας
|
ἔκστησον
|
οὗτος
|
ἐξέστησε
|
ἐκστήσῃ
|
ἐκστήσαι / ἐκστήσειεν
|
ἐκστησάτω
|
ἡμεῖς
|
ἐξεστήσαμεν
|
ἐκστήσωμεν
|
ἐκστήσαιμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἐξεστήσατε
|
ἐκστήσητε
|
ἐκστήσαιτε
|
ἐκστήσατε
|
οὗτοι
|
ἐξέστησαν
|
ἐκστήσωσι(ν)
|
ἐκστήσαιεν / ἐκστήσειαν
|
ἐκστησάντων / ἐκστησάτωσαν
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
ἐκστῆσαι
|
ἐκστήσας
|
ἐκστήσασα
|
ἐκστῆσαν
|
|