Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσύρομαι: παθητική φωνή του ρήματος αποσύρω

  Ρήμα επεξεργασία

αποσύρομαι

  1. αφήνω οριστικά κάτι με το οποίο ασχολούμαι, το εγκαταλείπω
  2. απομακρύνομαι από κάποιον τόπο (και απομονώνομαι κάπου αλλού)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία