αποσύρομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσύρομαι: παθητική φωνή του ρήματος αποσύρω
Ρήμα
επεξεργασίααποσύρομαι
- αφήνω οριστικά κάτι με το οποίο ασχολούμαι, το εγκαταλείπω
- απομακρύνομαι από κάποιον τόπο (και απομονώνομαι κάπου αλλού)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσύρομαι | αποσυρόμουν(α) | θα αποσύρομαι | να αποσύρομαι | ||
β' ενικ. | αποσύρεσαι | αποσυρόσουν(α) | θα αποσύρεσαι | να αποσύρεσαι | (αποσύρου) | |
γ' ενικ. | αποσύρεται | αποσυρόταν(ε) | θα αποσύρεται | να αποσύρεται | ||
α' πληθ. | αποσυρόμαστε | αποσυρόμαστε αποσυρόμασταν |
θα αποσυρόμαστε | να αποσυρόμαστε | ||
β' πληθ. | αποσύρεστε | αποσυρόσαστε αποσυρόσασταν |
θα αποσύρεστε | να αποσύρεστε | (αποσύρεστε) | |
γ' πληθ. | αποσύρονται | αποσύρονταν αποσυρόντουσαν |
θα αποσύρονται | να αποσύρονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσύρθηκα | θα αποσυρθώ | να αποσυρθώ | αποσυρθεί | ||
β' ενικ. | αποσύρθηκες | θα αποσυρθείς | να αποσυρθείς | αποσύρσου | ||
γ' ενικ. | αποσύρθηκε | θα αποσυρθεί | να αποσυρθεί | |||
α' πληθ. | αποσυρθήκαμε | θα αποσυρθούμε | να αποσυρθούμε | |||
β' πληθ. | αποσυρθήκατε | θα αποσυρθείτε | να αποσυρθείτε | αποσυρθείτε | ||
γ' πληθ. | αποσύρθηκαν αποσυρθήκαν(ε) |
θα αποσυρθούν(ε) | να αποσυρθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποσυρθεί | είχα αποσυρθεί | θα έχω αποσυρθεί | να έχω αποσυρθεί | αποσυρμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποσυρθεί | είχες αποσυρθεί | θα έχεις αποσυρθεί | να έχεις αποσυρθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποσυρθεί | είχε αποσυρθεί | θα έχει αποσυρθεί | να έχει αποσυρθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσυρθεί | είχαμε αποσυρθεί | θα έχουμε αποσυρθεί | να έχουμε αποσυρθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποσυρθεί | είχατε αποσυρθεί | θα έχετε αποσυρθεί | να έχετε αποσυρθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσυρθεί | είχαν αποσυρθεί | θα έχουν αποσυρθεί | να έχουν αποσυρθεί |