Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσύρομαι: παθητική φωνή του ρήματος αποσύρω

αποσύρομαι

  1. αφήνω οριστικά κάτι με το οποίο ασχολούμαι, το εγκαταλείπω
  2. απομακρύνομαι από κάποιον τόπο (και απομονώνομαι κάπου αλλού)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία