ενεστώτας recede
γ΄ ενικό ενεστώτα recedes
αόριστος receded
παθητική μετοχή receded
ενεργητική μετοχή receding

recede (en)

  • υποχωρώ
    ⮡  The sea receded up to 10 meters
    Η θάλασσα υποχώρησε μέχρι και 10 μέτρα