Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποσυρμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποσυρμέν
ος
η
αποσυρμέν
η
το
αποσυρμέν
ο
γενική
του
αποσυρμέν
ου
της
αποσυρμέν
ης
του
αποσυρμέν
ου
αιτιατική
τον
αποσυρμέν
ο
την
αποσυρμέν
η
το
αποσυρμέν
ο
κλητική
αποσυρμέν
ε
αποσυρμέν
η
αποσυρμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποσυρμέν
οι
οι
αποσυρμέν
ες
τα
αποσυρμέν
α
γενική
των
αποσυρμέν
ων
των
αποσυρμέν
ων
των
αποσυρμέν
ων
αιτιατική
τους
αποσυρμέν
ους
τις
αποσυρμέν
ες
τα
αποσυρμέν
α
κλητική
αποσυρμέν
οι
αποσυρμέν
ες
αποσυρμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποσυρμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποσύρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσυρμένος