τρελαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρελαίνω < τρελός
Ρήμα
επεξεργασίατρελαίνω, παθ. φωνή: τρελαίνομαι, πθ. μτχ.: τρελαμένος
- οδηγώ κάποιον στην τρέλα, τον κάνω να γίνει τρελός
- (σε σχήμα υπερβολής) κάνω κάποιον έξαλλο ή να θυμώσει πολύ
- (σε σχήμα υπερβολής, στο γ' πρόσωπο μου αρέσει κάτι πάρα πολύ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τρελαίνω | τρέλαινα | θα τρελαίνω | να τρελαίνω | τρελαίνοντας | |
β' ενικ. | τρελαίνεις | τρέλαινες | θα τρελαίνεις | να τρελαίνεις | τρέλαινε | |
γ' ενικ. | τρελαίνει | τρέλαινε | θα τρελαίνει | να τρελαίνει | ||
α' πληθ. | τρελαίνουμε | τρελαίναμε | θα τρελαίνουμε | να τρελαίνουμε | ||
β' πληθ. | τρελαίνετε | τρελαίνατε | θα τρελαίνετε | να τρελαίνετε | τρελαίνετε | |
γ' πληθ. | τρελαίνουν(ε) | τρέλαιναν τρελαίναν(ε) |
θα τρελαίνουν(ε) | να τρελαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τρέλανα | θα τρελάνω | να τρελάνω | τρελάνει | ||
β' ενικ. | τρέλανες | θα τρελάνεις | να τρελάνεις | τρέλανε | ||
γ' ενικ. | τρέλανε | θα τρελάνει | να τρελάνει | |||
α' πληθ. | τρελάναμε | θα τρελάνουμε | να τρελάνουμε | |||
β' πληθ. | τρελάνατε | θα τρελάνετε | να τρελάνετε | τρελάνετε | ||
γ' πληθ. | τρέλαναν τρελάναν(ε) |
θα τρελάνουν(ε) | να τρελάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τρελάνει | είχα τρελάνει | θα έχω τρελάνει | να έχω τρελάνει | ||
β' ενικ. | έχεις τρελάνει | είχες τρελάνει | θα έχεις τρελάνει | να έχεις τρελάνει | ||
γ' ενικ. | έχει τρελάνει | είχε τρελάνει | θα έχει τρελάνει | να έχει τρελάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε τρελάνει | είχαμε τρελάνει | θα έχουμε τρελάνει | να έχουμε τρελάνει | ||
β' πληθ. | έχετε τρελάνει | είχατε τρελάνει | θα έχετε τρελάνει | να έχετε τρελάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν τρελάνει | είχαν τρελάνει | θα έχουν τρελάνει | να έχουν τρελάνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τρελαίνομαι | τρελαινόμουν(α) | θα τρελαίνομαι | να τρελαίνομαι | ||
β' ενικ. | τρελαίνεσαι | τρελαινόσουν(α) | θα τρελαίνεσαι | να τρελαίνεσαι | (τρελαίνου) | |
γ' ενικ. | τρελαίνεται | τρελαινόταν(ε) | θα τρελαίνεται | να τρελαίνεται | ||
α' πληθ. | τρελαινόμαστε | τρελαινόμαστε τρελαινόμασταν |
θα τρελαινόμαστε | να τρελαινόμαστε | ||
β' πληθ. | τρελαίνεστε | τρελαινόσαστε τρελαινόσασταν |
θα τρελαίνεστε | να τρελαίνεστε | (τρελαίνεστε) | |
γ' πληθ. | τρελαίνονται | τρελαίνονταν τρελαινόντουσαν |
θα τρελαίνονται | να τρελαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τρελάθηκα | θα τρελαθώ | να τρελαθώ | τρελαθεί | ||
β' ενικ. | τρελάθηκες | θα τρελαθείς | να τρελαθείς | |||
γ' ενικ. | τρελάθηκε | θα τρελαθεί | να τρελαθεί | |||
α' πληθ. | τρελαθήκαμε | θα τρελαθούμε | να τρελαθούμε | |||
β' πληθ. | τρελαθήκατε | θα τρελαθείτε | να τρελαθείτε | τρελαθείτε | ||
γ' πληθ. | τρελάθηκαν τρελαθήκαν(ε) |
θα τρελαθούν(ε) | να τρελαθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τρελαθεί | είχα τρελαθεί | θα έχω τρελαθεί | να έχω τρελαθεί | τρελαμένος | |
β' ενικ. | έχεις τρελαθεί | είχες τρελαθεί | θα έχεις τρελαθεί | να έχεις τρελαθεί | ||
γ' ενικ. | έχει τρελαθεί | είχε τρελαθεί | θα έχει τρελαθεί | να έχει τρελαθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τρελαθεί | είχαμε τρελαθεί | θα έχουμε τρελαθεί | να έχουμε τρελαθεί | ||
β' πληθ. | έχετε τρελαθεί | είχατε τρελαθεί | θα έχετε τρελαθεί | να έχετε τρελαθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τρελαθεί | είχαν τρελαθεί | θα έχουν τρελαθεί | να έχουν τρελαθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρελαίνω