Ετυμολογία

επεξεργασία
τρελαίνω < τρελός

τρελαίνω, παθ. φωνή: τρελαίνομαι, πθ. μτχ.: τρελαμένος

  1. οδηγώ κάποιον στην τρέλα, τον κάνω να γίνει τρελός
  2. (σε σχήμα υπερβολής) κάνω κάποιον έξαλλο ή να θυμώσει πολύ
  3. (σε σχήμα υπερβολής, στο γ' πρόσωπο μου αρέσει κάτι πάρα πολύ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία