τρελαμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τρελαμένος < τρέλα
Προφορά
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
τρελαμένος, -η, -ο
- που τα έχει χαμένα, που δεν ξέρει τι να πρωτοκάνει