τρελαμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρελαμένος < τρέλα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾe.laˈme.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /tɾe.laˈme.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /tɾe.laˈme.no/ ουδέτερο
Μετοχή
επεξεργασίατρελαμένος, -η, -ο
- που τα έχει χαμένα, που δεν ξέρει τι να πρωτοκάνει