Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξετρελαμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξετρελαμέν
ος
η
ξετρελαμέν
η
το
ξετρελαμέν
ο
γενική
του
ξετρελαμέν
ου
της
ξετρελαμέν
ης
του
ξετρελαμέν
ου
αιτιατική
τον
ξετρελαμέν
ο
την
ξετρελαμέν
η
το
ξετρελαμέν
ο
κλητική
ξετρελαμέν
ε
ξετρελαμέν
η
ξετρελαμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξετρελαμέν
οι
οι
ξετρελαμέν
ες
τα
ξετρελαμέν
α
γενική
των
ξετρελαμέν
ων
των
ξετρελαμέν
ων
των
ξετρελαμέν
ων
αιτιατική
τους
ξετρελαμέν
ους
τις
ξετρελαμέν
ες
τα
ξετρελαμέν
α
κλητική
ξετρελαμέν
οι
ξετρελαμέν
ες
ξετρελαμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξετρελαμένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
ξετρελαμένος, -η, -ο
που φέρεται σαν
τρελός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξετρελαμένος
αγγλικά
:
besotted
(en)
,
ενθουσιωδώς και ασυγκράτητα ένθερμος
:
fervid
(en)