Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkreɪzi/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός crazy
συγκριτικός crazier
υπερθετικός craziest

crazy (en) (ανεπίσημο)

  1. τρελός, τρελαίνω, τρελαίνομαι, παράλογος, ανόητος
    ⮡  Did you hear/believe what this crazy person told you?
    Άκουσες/πίστεψες τι σου είπε αυτός ο τρελός;
    ⮡  Are you crazy? Why are you going around naked in the cold?
    Τρελός είσαι και γυρίζεις γυμνός μέσα στο κρύο;
    ⮡  A crazy idea came to him.
    Του ήρθε μια τρελή ιδέα.
    ⮡  I was not crazy enough to sell the plot of a land for a piece of bread.
    Δεν τρελάθηκα να πουλήσω το οικόπεδο για ένα κομμάτι ψωμί.
     συνώνυμα: mad (ειδικά βρετανικά αγγλικά)
  2. (ειδικά αμερικανικά αγγλικά) τρελαίνω, πολύ θυμωμένος
    ⮡  You were driving me crazy with your shouting.
    Με τρέλανες με τις φωνές σου.
     συνώνυμα: mad
  3. τρελός, τρελαίνω, τρελαίνομαι, λυσσώ, πολύ ενθουσιασμένος με κάτι· πολύ ζωηρός, δυνατός
    ⮡  a crazy festival/party - τρελό πανηγύρι/γλέντι
    ⮡  the crazy youth - τα τρελά νιάτα
    ⮡  crazy love - τρελός έρωτας
    ⮡  A crazy wind was blowing.
    Φυσούσε ένας τρελός αέρας.
    ⮡  He made crazy money with the trade.
    Με το εμπόριο έκανε τρελά λεφτά.
    ⮡  A crazy hope had nestled inside of him.
    Μια τρελή ελπίδα είχε φωλιάσει μέσα του.
    ⮡  Her eyes drove him crazy.
    Τον τρέλαναν τα μάτια της.
    ⮡  I am crazy about the theater/about trips/about sweets.
    Τρελαίνομαι για το θέατρο/για τις εκδρομές/για τα γλυκά.
    ⮡  I’m crazy about babies.
    Τρελαίνομαι για τα μωρά.
    ⮡  He was crazy for us to buy him a bike and now he doesn’t want it.
    Λύσσαξε να του αγοράσουμε ποδήλατο και τώρα δεν το θέλει.
  4. τρελός, ξετρελαμένος, ερωτευμένος
    ⮡  He’s crazy about her.
    Είναι τρελός γι΄ αυτή.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crazy crazies

crazy (en)