- ΔΦΑ : /ˈkreɪzi/
- ⓘ Audio (US) (βοήθεια·αρχείο)
crazy (en) (ανεπίσημο)
- τρελός, τρελαίνω, τρελαίνομαι, παράλογος, ανόητος
- ⮡ Did you hear/believe what this crazy person told you?
- Άκουσες/πίστεψες τι σου είπε αυτός ο τρελός;
- ⮡ Are you crazy? Why are you going around naked in the cold?
- Τρελός είσαι και γυρίζεις γυμνός μέσα στο κρύο;
- ⮡ A crazy idea came to him.
- Του ήρθε μια τρελή ιδέα.
- ⮡ I was not crazy enough to sell the plot of a land for a piece of bread.
- Δεν τρελάθηκα να πουλήσω το οικόπεδο για ένα κομμάτι ψωμί.
- ≈ συνώνυμα: mad (ειδικά βρετανικά αγγλικά)
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά) τρελαίνω, πολύ θυμωμένος
- ⮡ You were driving me crazy with your shouting.
- Με τρέλανες με τις φωνές σου.
- ≈ συνώνυμα: mad
- τρελός, τρελαίνω, τρελαίνομαι, λυσσώ, πολύ ενθουσιασμένος με κάτι· πολύ ζωηρός, δυνατός
- ⮡ a crazy festival/party - τρελό πανηγύρι/γλέντι
- ⮡ the crazy youth - τα τρελά νιάτα
- ⮡ crazy love - τρελός έρωτας
- ⮡ A crazy wind was blowing.
- Φυσούσε ένας τρελός αέρας.
- ⮡ He made crazy money with the trade.
- Με το εμπόριο έκανε τρελά λεφτά.
- ⮡ A crazy hope had nestled inside of him.
- Μια τρελή ελπίδα είχε φωλιάσει μέσα του.
- ⮡ Her eyes drove him crazy.
- Τον τρέλαναν τα μάτια της.
- ⮡ I am crazy about the theater/about trips/about sweets.
- Τρελαίνομαι για το θέατρο/για τις εκδρομές/για τα γλυκά.
- ⮡ I’m crazy about babies.
- Τρελαίνομαι για τα μωρά.
- ⮡ He was crazy for us to buy him a bike and now he doesn’t want it.
- Λύσσαξε να του αγοράσουμε ποδήλατο και τώρα δεν το θέλει.
- τρελός, ξετρελαμένος, ερωτευμένος
- ⮡ He’s crazy about her.
- Είναι τρελός γι΄ αυτή.
crazy (en)