mad
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
mad (en)
- τρελός
- (ΗΠΑ) θυμωμένος, ενοχλημένος
- τρελός, παράλογος, ανόητος, ασύνετος
- τρελός, ενθουσιασμένος
- Aren't you just mad for that red dress?
- λυσσασμένος, που έχει λύσσα
- a mad dog
- (αργκό, κυρίως στις ΒΑ ΗΠΑ) πολύς (πρβλ το ελληνικό τρελά λεφτά)
- There's always mad girls at those parties
Επεξεργασία
Δανικά (da)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
mad (da)
- το φαγητό