Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός mad
συγκριτικός madder
υπερθετικός maddest

mad (en)

  1. (ειδικά βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο) τρελός, τρελαίνομαι, παράλογος, ανόητος, ασύνετος
    ⮡  Are you mad? You’re going around naked in the cold!
    Τρελός είσαι και γυρίζεις γυμνός μέσα στο κρύο;
    ⮡  He came up with a mad idea.
    Του ήρθε μια τρελή ιδέα.
    ⮡  Are you mad? Where are you going in this cold?!
    Τρελάθηκες; Πού θα πας με τέτοιο κρύο!
     συνώνυμα: crazy
  2. (ειδικά βρετανικά αγγλικά, συχνά υβριστικό) τρελός, που έχει μια ψυχική ασθένεια που κάνει κάποιον να μην μπορεί να σκεφτεί ή να συμπεριφερθεί κανονικά
    ⮡  He is mad and they don’t hold him responsible.
    Είναι τρελός και δεν του καταλογίζουν ευθύνες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη insane
  3. (ειδικά αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο, όχι πριν από το ουσιαστικό) θυμωμένος, θυμώνω
    ⮡  I got very mad when I heard it.
    Θύμωσα φοβερά όταν τ' άκουσα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη angry
  4. (ειδικά βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο, όχι συνήθως πριν από το ουσιαστικό) τρελαίνω, τρελαίνομαι, μου αρέσει πολύ
    ⮡  She drove him mad with her beauty.
    Τον τρέλανε με την ομορφιά της.
    ⮡  I am mad for the theater/for sweets.
    Τρελαίνομαι για το θέατρο/για τα γλυκά.
     συνώνυμα: crazy
  5. τρελός, τρελαίνω, που γίνεται χωρίς σκέψη ή έλεγχο
    ⮡  mad with fear/with joy/with love - τρελός από φόβο/από χαρά/από αγάπη
    ⮡  You’re driving me mad, what is this you’re telling me?
    Θα με τρελάνεις, τι είναι αυτά που μου λες!
     συνώνυμα: crazy
  6. λυσσασμένος, για σκύλο που έχει λύσσα
    ⮡  We were attacked by a mad dog.
    Μας επιτέθηκε ένα λυσσασμένο σκυλί.
     συνώνυμα: rabid
  7. (αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) τρελός, για να δηλώσω μεγαλείο
    ⮡  a mad party - τρελό γλέντι
    ⮡  mad love - τρελός έρωτας
    ⮡  the mad pursuit of success - το τρελό κυνήγημα της επιτυχίας
     συνώνυμα: crazy
  8. (αμερικανικά αγγλικά, αργκό) τρελός, πολύς
    ⮡  He made mad money with that trade.
    Με το εμπόριο έκανε τρελά λεφτά.
    ⮡  There were mad girls at the party, bro.
    Είχαν πολλά κορίτσια στο πάρτι, ρε.

Παράγωγα

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία

mad (en) (χωρίς παραθετικά)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mad (da)