ενικός         πληθυντικός  
madwoman madwomen

  Ετυμολογία

επεξεργασία
madwoman < mad + -woman

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

madwoman (en)

  1. η τρελή, γυναίκα που κάνει τρελά, ανόητα ή επικίνδυνα πράγματα
    ⮡  Her hair is like a madwoman’s.
    Τα μαλλιά της είναι σαν της τρελής.
  2. (παρωχημένο, υβριστικό) η τρελή, γυναίκα που έχει σοβαρή ψυχική ασθένεια

Δείτε επίσης

επεξεργασία