madwoman
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
madwoman | madwomen |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmadwoman (en)
- η τρελή, γυναίκα που κάνει τρελά, ανόητα ή επικίνδυνα πράγματα
- ⮡ Her hair is like a madwoman’s.
- Τα μαλλιά της είναι σαν της τρελής.
- ⮡ Her hair is like a madwoman’s.
- (παρωχημένο, υβριστικό) η τρελή, γυναίκα που έχει σοβαρή ψυχική ασθένεια