ενικός         πληθυντικός  
madman madmen

  Ετυμολογία

επεξεργασία
madman < mad + -man

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

madman (en)

  1. ο τρελός, άνθρωπος που κάνει τρελά, ανόητα ή επικίνδυνα πράγματα
    I am yelling/running around like a madman.
    Φωνάζω/τρέχω σαν τρελός.
  2. (παρωχημένο, υβριστικό) ο τρελός, άνθρωπος που έχει σοβαρή ψυχική ασθένεια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία