lunatic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lunatic | lunatics |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
lunatic (en)
- ο τρελός, η τρελή, ένα άτομο που κάνει τρελά πράγματα που είναι συχνά επικίνδυνα
- ⮡ I am yelling/running around like a lunatic.
- Φωνάζω/τρέχω σαν τρελός.
- ⮡ I am yelling/running around like a lunatic.
- (παρωχημένο, υβριστικό) ο τρελός, η τρελή, άτομο που έχει σοβαρή ψυχική ασθένεια
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη madman