maniac
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
maniac | maniacs |
Ετυμολογία επεξεργασία
- maniac < (άμεσο δάνειο) γαλλική maniaque < υστερολατινική maniacus < αρχαία ελληνική μανιακός < αρχαία ελληνική μανία. Μορφολογικά αναλύεται σε mania + επίθημα -ac
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
maniac (en)
- ο μανιακός, που υποφέρει από μια μανία, που συμπεριφέρεται με εξαιρετικά επικίνδυνο, βίαιο ή τρελό τρόπο
- ↪ He is a dangerous maniac.
- Είναι επικίνδυνος μανιακός.
- ↪ He is a dangerous maniac.
- ο μανιακός με κάτι, φανατικός
- ↪ He is a maniac about cleaning.
- Είναι μανιακός με καθαριότητα.
- ↪ He is a maniac about cleaning.
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη madman