παραθετικά
θετικός insane
συγκριτικός insaner / more insane
υπερθετικός insanest / most insane

Ετυμολογία

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
insane insanes

insane (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. τρελός, παράφρων
  2. που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον

Συγγενικά

επεξεργασία