παραθετικά
θετικός insane
συγκριτικός insaner / more insane
υπερθετικός insanest / most insane

  Επίθετο

επεξεργασία

insane (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
insane < αγγλική insane ή λατινική insanus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.san/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
insane insanes

insane (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. τρελός, παράφρων
  2. που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον

Συγγενικά

επεξεργασία