Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
angry
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Επίθετο
1.1.1
Συγγενικά
1.2
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
παραθετικά
θετικός
angry
συγκριτικός
angrier
υπερθετικός
angriest
Επίθετο
επεξεργασία
angry
(en)
θυμωμένος
,
θυμώνω
⮡
I am
angry
with/at the result.
Είμαι
θυμωμένος
με το αποτέλεσμα.
⮡
He gets angry
easily, but then gets over it.
Θυμώνει
εύκολα, αλλά μετά του περνάει.
⮡
His indifference
makes
me
angry
.
Με
θυμώνει
η αδιαφορία του.
≈
συνώνυμα
:
furious
,
enraged
,
mad
και
outraged
, →
και
δείτε
τη λέξη
upset
Συγγενικά
επεξεργασία
anger
angrily
Πηγές
επεξεργασία
angry
-
Oxford Learner's Dictionaries