παραθετικά
θετικός angry
συγκριτικός angrier
υπερθετικός angriest

  Επίθετο

επεξεργασία

angry (en)

  • θυμωμένος, θυμώνω
    ⮡  I am angry with/at the result.
    Είμαι θυμωμένος με το αποτέλεσμα.
    ⮡  He gets angry easily, but then gets over it.
    Θυμώνει εύκολα, αλλά μετά του περνάει.
    ⮡  His indifference makes me angry.
    Με θυμώνει η αδιαφορία του.
     συνώνυμα:  furious, enraged, mad και outraged

Συγγενικά

επεξεργασία