εκστατικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκστατικά < εκστατικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
εκστατικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκστατικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εκστατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκστατικό