stupéfait
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- stupéfait < λατινική stupefactus < stupefieri, παθητική μορφή του stupefacere
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | stupéfait | stupéfaits |
θηλυκό | stupéfaite | stupéfaites |
stupéfait (fr)
- εμβρόντητος, κατάπληκτος, σε σημείο που να μην μπορεί να πει ή να κάνει τίποτα, έκθαμβος, σαστισμένος
Συνώνυμα
επεξεργασία- abasourdi
- ahuri
- coi
- ébahi
- ébaubi
- éberlué
- interdit
- interloqué
- médusé
- pantois
- pétrifié
- saisi
- sidéré
- suffoqué
- stupide
(οικείο)