Ετυμολογία

επεξεργασία
stupeur < λατινική stupor

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sty.pœʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stupeur stupeurs

stupeur (fr) θηλυκό

  1. (ιατρική) η νάρκωση
     συνώνυμα: anéantissement
  2. αυτή η κατάσταση, όπου το πρόσωπο παραμένει ανέκφραστο
  3. η κατάπληξη
     συνώνυμα: stupéfaction

Συγγενικά

επεξεργασία