Ετυμολογία

επεξεργασία
stupéfaction < λατινική stupefactus

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stupéfaction stupéfactions

stupéfaction (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία