stupéfaction
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- stupéfaction < λατινική stupefactus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sty.pe.fak.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stupéfaction | stupéfactions |
stupéfaction (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
stupéfaction | stupéfactions |
stupéfaction (fr) θηλυκό