Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σάστισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σάστισμα
τα
σαστίσμα
τ
α
γενική
του
σαστίσμα
τ
ος
των
σαστισμά
τ
ων
αιτιατική
το
σάστισμα
τα
σαστίσμα
τ
α
κλητική
σάστισμα
σαστίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σάστισμα
<
σαστίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σάστισμα
ουδέτερο
το αποτέλεσμα του
σαστίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σάστισμα
αγγλικά
:
frustration
(en)
γαλλικά
:
stupéfaction
(fr)
,
ébahissement
(fr)