Δείτε επίσης: καταπληξία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάπληξη οι καταπλήξεις
      γενική της κατάπληξης* των καταπλήξεων
    αιτιατική την κατάπληξη τις καταπλήξεις
     κλητική κατάπληξη καταπλήξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπλήξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάπληξη < αρχαία ελληνική κατάπληξις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈta.pli.ksi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάπληξη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία