καταπλήξεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
καταπλήξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταπλήσσω
- θα καταπλήξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταπλήσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
καταπλήξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάπληξη