Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάπληξῐς αἱ καταπλήξεις
      γενική τῆς καταπλήξεως τῶν καταπλήξεων
      δοτική τῇ καταπλήξει ταῖς καταπλήξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάπληξῐν τὰς καταπλήξεις
     κλητική ! κατάπληξῐ καταπλήξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταπλήξει
γεν-δοτ τοῖν  καταπληξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάπληξις < καταπλήσσω / καταπλήττω < κατα- + πλήσσω / πλήττω < *πλα-κ-(jω) + -σις > -ξις (καταπληξ- + -ις)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάπληξις, -εως θηλυκό

  1. κατάπληξη, έκπληξη
  2. σάστισμα
  3. δέος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις καταπλήσσω, πλῆξις και πλήττω

  Πηγές επεξεργασία