κατάπληκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατάπληκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάπληκτος[1] < αρχαία ελληνική καταπλήσσω. Mορφολογικά αναλύεται ως κατά- + -πληκτος
Επίθετο
επεξεργασία
κατάπληκτος, -η, -ο
- που καταπλήσσεται
Παράγωγα
επεξεργασία- καταπληκτικά (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καταπλήσσω, κατά και πλήττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κατάπληκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατάπληκτος < αρχαία ελληνική καταπλήσσω. Μορφολογικά, κατά- + -πληκτος
Επίθετο
επεξεργασία
κατάπληκτος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία
- κατάπληκτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάπληκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.