-πληκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -πληκτος | η | -πληκτη | το | -πληκτο |
γενική | του | -πληκτου | της | -πληκτης | του | -πληκτου |
αιτιατική | τον | -πληκτο | τη(ν) | -πληκτη | το | -πληκτο |
κλητική | -πληκτε | -πληκτη | -πληκτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -πληκτοι | οι | -πληκτες | τα | -πληκτα |
γενική | των | -πληκτων | των | -πληκτων | των | -πληκτων |
αιτιατική | τους | -πληκτους | τις | -πληκτες | τα | -πληκτα |
κλητική | -πληκτοι | -πληκτες | -πληκτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -πληκτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -πληκτος < πλήττω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pli.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -πλη‐κτος
Επίθημα
επεξεργασία-πληκτος, -η, -ο
- επίθημα επιθέτων τα οποία αναφέρονται σε άτομο το οποίο
- έχει πληγεί από το αναφερόμενο στο πρώτο συνθετικό
- (μειωτικό) που διακατέχεται από εμμονή με το αναφερόμενο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-πληκτος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -πληκτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)