αρχαιόπληκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχαιόπληκτος < αρχαιό- + -πληκτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίααρχαιόπληκτος, -η, -ο
* που πάσχει από αρχαιοπληξία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αρχαιοπληξία
- → δείτε τις λέξεις αρχαίος και πλήττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχαιόπληκτος
|