Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχαιομανής η αρχαιομανής το αρχαιομανές
      γενική του αρχαιομανούς* της αρχαιομανούς του αρχαιομανούς
    αιτιατική τον αρχαιομανή την αρχαιομανή το αρχαιομανές
     κλητική αρχαιομανή(ς) αρχαιομανής αρχαιομανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχαιομανείς οι αρχαιομανείς τα αρχαιομανή
      γενική των αρχαιομανών των αρχαιομανών των αρχαιομανών
    αιτιατική τους αρχαιομανείς τις αρχαιομανείς τα αρχαιομανή
     κλητική αρχαιομανείς αρχαιομανείς αρχαιομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχαιομανής < αρχαίος + -ο- + -μανής

  Επίθετο επεξεργασία

αρχαιομανής, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία