αρχαιοπληξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααρχαιοπληξία θηλυκό
- υπερβολική ενασχόληση με την αρχαιότητα και εκτίμηση αυτής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αρχαιόπληκτος
- → δείτε τις λέξεις αρχαίος και πλήττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχαιοπληξία
|