Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαλαζόπληκτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χαλαζόπληκτ
ος
η
χαλαζόπληκτ
η
το
χαλαζόπληκτ
ο
γενική
του
χαλαζόπληκτ
ου
της
χαλαζόπληκτ
ης
του
χαλαζόπληκτ
ου
αιτιατική
τον
χαλαζόπληκτ
ο
τη
χαλαζόπληκτ
η
το
χαλαζόπληκτ
ο
κλητική
χαλαζόπληκτ
ε
χαλαζόπληκτ
η
χαλαζόπληκτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χαλαζόπληκτ
οι
οι
χαλαζόπληκτ
ες
τα
χαλαζόπληκτ
α
γενική
των
χαλαζόπληκτ
ων
των
χαλαζόπληκτ
ων
των
χαλαζόπληκτ
ων
αιτιατική
τους
χαλαζόπληκτ
ους
τις
χαλαζόπληκτ
ες
τα
χαλαζόπληκτ
α
κλητική
χαλαζόπληκτ
οι
χαλαζόπληκτ
ες
χαλαζόπληκτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαλαζόπληκτος
<
χαλάζ(ι)
+
-ό-
+
-πληκτος
Επίθετο
επεξεργασία
χαλαζόπληκτος, -η, -ο
που
πλήγηκε
από
χαλάζι
(άνθρωπος (
παραγωγός
) ή περιοχή ή καλλιέργεια)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαλαζόπληκτος