παραγωγός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραγωγός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραγωγός (επίθετο: απατηλός, αργότερα: δημιουργικός, αρχαία σημασία παραπλανητικός),[1] σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική producteur [2]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐γω‐γός
- τονικό παρώνυμο: παράγωγος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) κάποιος που παράγει αγαθά από υλικά πρωτογενούς ή δευτερογενούς παραγωγής
- (τέχνη) πρόσωπο ή φορέας που φροντίζει για τη χρηματοδότηση και την παραγωγή ενός έργου
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη παράγω
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- -παραγωγός Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -παραγωγός στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -παραγωγός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παραγωγός
Επεξεργασία
- ↑ s.v. «παράγω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ παραγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραγωγός < παράγω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παραγωγός, -ός, -όν
- παραπλανητικός
- (ελληνιστική σημασία)
- απατηλός
- που προέρχεται από κάτι άλλο, με ελαφρές αλλαγές
- δημιουργικός
- (γραμματική) που προέρχεται από άλλη λέξη
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη παράγω
ΠηγέςΕπεξεργασία
- παραγωγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.