παραγωγός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραγωγός < ελληνιστική κοινή παραγωγός, (σημασιολογικό δάνειο) τη γαλλική producteur (αρχαία σημασία παραπλανητικός)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- κάποιος ο οποίος παράγει αγαθά από υλικά πρωτογενούς ή δευτερογενούς παραγωγής
- (τέχνες) κάποιος ο οποίος χρηματοδοτεί την παραγωγή ενός έργου