producteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | producteur | producteurs |
θηλυκό | productrice | productrices |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαproducteur (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | producteur | producteurs |
θηλυκό | productrice | productrices |
producteur (fr) αρσενικό