δημιουργικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δημιουργικός < αρχαία ελληνική δημιουργικός < δημιουργός + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.mi.uɾ.ʝiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
δημιουργικός
- (για πρόσωπα) που έχει τη διάθεση να δημιουργεί κάτι το καινούριο
- δημιουργικός άνθρωπος
- που χαρακτηρίζει έναν τέτοιο άνθρωπο
- δημιουργική διάθεση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
δημιουργικός < δημιουργός + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
δημιουργικός
- αυτός που χαρακτηρίζει ένα δημιουργό ή χειροτέχνη