Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προγονόπληκτος η προγονόπληκτη το προγονόπληκτο
      γενική του προγονόπληκτου της προγονόπληκτης του προγονόπληκτου
    αιτιατική τον προγονόπληκτο την προγονόπληκτη το προγονόπληκτο
     κλητική προγονόπληκτε προγονόπληκτη προγονόπληκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προγονόπληκτοι οι προγονόπληκτες τα προγονόπληκτα
      γενική των προγονόπληκτων των προγονόπληκτων των προγονόπληκτων
    αιτιατική τους προγονόπληκτους τις προγονόπληκτες τα προγονόπληκτα
     κλητική προγονόπληκτοι προγονόπληκτες προγονόπληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προγονόπληκτος < πρόγον(ος) + -ό- + -πληκτος

  Επίθετο επεξεργασία

προγονόπληκτος, -η, -ο

  • που καυχιέται σε βαθό υπερβολής για τους προγόνους του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία