προγονόπληκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προγονόπληκτος < πρόγον(ος) + -ό- + -πληκτος
Επίθετο
επεξεργασίαπρογονόπληκτος, -η, -ο
- που καυχιέται σε βαθό υπερβολής για τους προγόνους του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προγονόπληκτος
|