↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεραυνόπληκτος η κεραυνόπληκτη το κεραυνόπληκτο
      γενική του κεραυνόπληκτου της κεραυνόπληκτης του κεραυνόπληκτου
    αιτιατική τον κεραυνόπληκτο την κεραυνόπληκτη το κεραυνόπληκτο
     κλητική κεραυνόπληκτε κεραυνόπληκτη κεραυνόπληκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεραυνόπληκτοι οι κεραυνόπληκτες τα κεραυνόπληκτα
      γενική των κεραυνόπληκτων των κεραυνόπληκτων των κεραυνόπληκτων
    αιτιατική τους κεραυνόπληκτους τις κεραυνόπληκτες τα κεραυνόπληκτα
     κλητική κεραυνόπληκτοι κεραυνόπληκτες κεραυνόπληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεραυνόπληκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κεραυνόπληκτος < κεραυν(ός) + -ό- + -πληκτος

  Επίθετο

επεξεργασία

κεραυνόπληκτος, -η, -ο

  1. που έχει πληγεί από κεραυνό
  2. που έχει εκπλαγεί σε μεγάλο βαθμό για κάτι δυσάρεστο και απροσδόκητο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεραυνόπληκτος < αρχαία ελληνική κεραυν(ός) + -ό- + -πληκτος