κεραυνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κεραυνός | οι | κεραυνοί |
γενική | του | κεραυνού | των | κεραυνών |
αιτιατική | τον | κεραυνό | τους | κεραυνούς |
κλητική | κεραυνέ | κεραυνοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεραυνός < αρχαία ελληνική κεραυνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂-[1] (θραύω, θρυμματίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.ɾavˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ραυ‐νός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεραυνός αρσενικό
- (μετεωρολογία) ηλεκτρική εκκένωση που συνοδεύεται από εκτυφλωτική λάμψη (αστραπή) και βίαιη έκρηξη (βροντή)
- (μεταφορικά):
- για κάτι ξαφνικό, που συμβαίνει απροσδόκητα· που είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο
- ⮡ το άκουσμα του θανάτου του πατέρα του, του ήρθε σαν κεραυνός
- για πράξεις ή ενέργειες που είναι βίαιες ή εκρηκτικές, ορμητικές, που ενέχουν απειλές
- ⮡ με το που έλαβε το λόγο, άρχισε να πετά κεραυνούς στο αποσβολωμένο ακροατήριο
- για κάτι ξαφνικό, που συμβαίνει απροσδόκητα· που είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κεραυνός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- κεραυνός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κεραυνός | οἱ | κεραυνοί |
γενική | τοῦ | κεραυνοῦ | τῶν | κεραυνῶν |
δοτική | τῷ | κεραυνῷ | τοῖς | κεραυνοῖς |
αιτιατική | τὸν | κεραυνόν | τοὺς | κεραυνούς |
κλητική ὦ! | κεραυνέ | κεραυνοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεραυνώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κεραυνοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεραυνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂-[1] (θραύω, θρυμματίζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεραυνός, -οῦ αρσενικό
- (μετεωρολογία) κεραυνός ως φυσικό φαινόμενο, αλλά και ως το όπλο του βασιλιά των θεών, Δία
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 403 (403-407)
- τί γάρ ἐστιν δῆθ᾽ ὁ κεραυνός; | ΣΩ. ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς μετεωρισθεὶς κατακλεισθῇ, | ἔνδοθεν αὐτὰς ὥσπερ κύστιν φυσᾷ, κἄπειθ᾽ ὑπ᾽ ἀνάγκης | ῥήξας αὐτὰς ἔξω φέρεται σοβαρὸς διὰ τὴν πυκνότητα, | ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥύμης αὐτὸς ἑαυτὸν κατακαίων.
- αλλά ο κεραυνός τελοσπάντων τί πράμα λες να ᾽ναι; | ΣΩΚ. Ξερός άνεμος όταν ανέβει ψηλά και κλειστεί από παντού σε νεφέλη, | από μέσα φυσώντας πολύ δυνατά τη φουσκώνει σα φούσκα, και τότε, απ᾽ την πίεση | τη σπάει, κι όπως είναι πυκνός, ξεπετιέται προς τα έξω με φόρα, | κι απ᾽ την τόση του αντάρα, την τόση του ορμή φωτιά παίρνει και καίγεται ο ίδιος.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- τί γάρ ἐστιν δῆθ᾽ ὁ κεραυνός; | ΣΩ. ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς μετεωρισθεὶς κατακλεισθῇ, | ἔνδοθεν αὐτὰς ὥσπερ κύστιν φυσᾷ, κἄπειθ᾽ ὑπ᾽ ἀνάγκης | ῥήξας αὐτὰς ἔξω φέρεται σοβαρὸς διὰ τὴν πυκνότητα, | ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥύμης αὐτὸς ἑαυτὸν κατακαίων.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 403 (403-407)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κεραυνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κεραυνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.