ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κεραυνοῦχος τὸ κεραυνοῦχον
      γενική τοῦ/τῆς κεραυνούχου τοῦ κεραυνούχου
      δοτική τῷ/τῇ κεραυνούχ τῷ κεραυνούχ
    αιτιατική τὸν/τὴν κεραυνοῦχον τὸ κεραυνοῦχον
     κλητική ! κεραυνοῦχε κεραυνοῦχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κεραυνοῦχοι τὰ κεραυνοῦχ
      γενική τῶν κεραυνούχων τῶν κεραυνούχων
      δοτική τοῖς/ταῖς κεραυνούχοις τοῖς κεραυνούχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κεραυνούχους τὰ κεραυνοῦχ
     κλητική ! κεραυνοῦχοι κεραυνοῦχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κεραυνούχω τὼ κεραυνούχω
      γεν-δοτ τοῖν κεραυνούχοιν τοῖν κεραυνούχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεραυνοῦχος (ελληνιστική κοινή) < κεραυνός + -οῦχος (< ἔχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

κεραυνοῦχος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία