κεραυνοφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεραυνοφόρος (ελληνιστική κοινή) < κεραυνός + -φόρος (< φέρω)
Επίθετο
επεξεργασίακεραυνοφόρος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- που κρατά κεραυνό
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αλκιβιάδης, 16.2 @scaife.perseus
- ἀλλʼ Ἔρωτα κεραυνοφόρον
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αλκιβιάδης, 16.2 @scaife.perseus
- (το αρσενικό ως ουσιαστικό) τίτλος ιερέα στη Σελεύκεια της Πιερίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κεραυνοφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κεραυνοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.