ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κεραυνοφόρος τὸ κεραυνοφόρον
      γενική τοῦ/τῆς κεραυνοφόρου τοῦ κεραυνοφόρου
      δοτική τῷ/τῇ κεραυνοφόρ τῷ κεραυνοφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν κεραυνοφόρον τὸ κεραυνοφόρον
     κλητική ! κεραυνοφόρε κεραυνοφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κεραυνοφόροι τὰ κεραυνοφόρ
      γενική τῶν κεραυνοφόρων τῶν κεραυνοφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς κεραυνοφόροις τοῖς κεραυνοφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κεραυνοφόρους τὰ κεραυνοφόρ
     κλητική ! κεραυνοφόροι κεραυνοφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κεραυνοφόρω τὼ κεραυνοφόρω
      γεν-δοτ τοῖν κεραυνοφόροιν τοῖν κεραυνοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεραυνοφόρος (ελληνιστική κοινή) < κεραυνός + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο

επεξεργασία

κεραυνοφόρος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. που κρατά κεραυνό
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αλκιβιάδης, 16.2 @scaife.perseus
    ἀλλʼ Ἔρωτα κεραυνοφόρον
  2. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) τίτλος ιερέα στη Σελεύκεια της Πιερίας

Συγγενικά

επεξεργασία